πραιτοριανός

πραιτοριανός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτορα.
2. το αρσ. στον πληθ., πραιτοριανοί στρατιωτικά τάγματα της φρουράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με μεγάλη δύναμη, που τελικά καθαιρούσαν και αναγόρευαν αυτοκράτορες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”