- πραιτοριανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτορα.2. το αρσ. στον πληθ., πραιτοριανοί στρατιωτικά τάγματα της φρουράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με μεγάλη δύναμη, που τελικά καθαιρούσαν και αναγόρευαν αυτοκράτορες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.